γαστρικός

γαστρικός
η , ό[ν] 1. желудочный;

γαστρικό υγρό — желудочный сок;

2. (η ) гастрит

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "γαστρικός" в других словарях:

  • γαστρικός — ή, ό όποιος ανήκει ή αναφέρεται στο στομάχι …   Dictionary of Greek

  • γαστρικός — ή, ό αυτός που ανήκει στην κοιλιά: Γαστρικοί αδένες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γαστήρ — η (AM γαστήρ) 1. η κοιλιά, το μέρος τού σώματος που περιέχει τα σπλάχνα, ανάμεσα στον θώρακα και στους μηρούς 2. το στομάχι 3. φρ. α) «βόσκειν ἥν γαστέρα» να γεμίσει την κοιλιά του Όμ. β) «γαστέρες οἶον» μόνο κοιλιές, μόνο για φαΐ (Ησίοδ.) μσν.… …   Dictionary of Greek

  • ηπατογαστρικός — ή, ό φρ. «ηπατογαστρικός σύνδεσμος» το τμήμα τού ελάσσονος επιπλόου που εκτείνεται μεταξύ τών πυλών τού ήπατος και τού ελάσσονος τόξου τού στομάχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήπαρ, ατος + γαστρικός < γαστήρ. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν …   Dictionary of Greek

  • πρόλοβος — ο, ΝΑ 1. γαστρικός θύλακος τών πτηνών, πίσω από την επινεφριδιακή αδενική κοιλία, ο οποίος χρησιμοποιείται για τη φύλαξη τής τροφής προτού αυτή περάσει στο στομάχι και όπου αρχίζει το πρώτο στάδιο τής πέψης, στάδιο που αναπληρώνει την έλλειψη… …   Dictionary of Greek

  • πυλωρικός — ή, ό / πυλωρικός, ή, όν, ΝΑ (για σχηματισμό ή πάθηση) ο σχετικός με τον πυλωρό τού στομάχου νεοελλ. φρ. α) «πυλωρικό άντρο» ανατ. το χαμηλότερο μέρος τού στομάχου β) «πυλωρική αρτηρία» ανατ. κλάδος τής ηπατικής αρτηρίας γ) «πυλωρική στένωση» ιατρ …   Dictionary of Greek

  • στοματογαστρικός — ή, ό, Ν φρ. «στοματογαστρικό γάγγλιο» βιολ. νευρικό κέντρο τών καρκινοειδών που βρίσκεται στην επιφάνεια τού στομάχου και ελέγχει τις κινήσεις τών δοντιών τού γαστρικού μύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. stomatogastric (< στόμα, ατος + …   Dictionary of Greek

  • ταυρογαστρικός — ή, όν, Α 1. κατασκευασμένος από δέρμα ταύρου 2. (το αρσ. συν. σε συνεκφορά με τη λ. βίρρος) ονομασία ενδύματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + γαστρικός (< γαστήρ, γαστρός)] …   Dictionary of Greek

  • φλεγμονή — η, ΝΑ νεοελλ. 1. ιατρ. τοπική αντίδραση τών ζωντανών ιστών και, ειδικά, τών αιμοφόρων αγγείων, τού περιεχομένου τους και τών συναφών ανατομικών στοιχείων σε μια βλάβη (α. «οξεία φλεγμονή» β. «χρόνια φλεγμονή») 2. φρ. «καταρροϊκή φλεγμονή» ιατρ.… …   Dictionary of Greek

  • φρενογαστρικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο διάφραγμα και το στομάχι συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + γαστρικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δ. Α. Μαυροκορδάτο] …   Dictionary of Greek

  • φόρτος — ο, ΝΜΑ καθετί που επιβαρύνει κάποιον, καθετί το ενοχλητικό, ανυπόφορο ή κουραστικό (α. «μεγάλος φόρτος εργασίας» β. «κοινὸν δὲ φόρτον ταῑσδ ἔχων χρείας ἐμῆς», Ευρ.) νεοελλ. φρ. α) «γραμμές φόρτου» ναυτ. σημάνσεις στο σκάφος τών φορτηγών πλοίων… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»